σερβάντα

σερβάντα
η
(λ. γαλλ.), έπιπλο στο οποίο τοποθετούν τα γυαλικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σερβάντα — και σερβάν, η, Ν έπιπλο τής τραπεζαρίας, γνωστό και ως μπουφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servante «υπηρέτρια» < servir (< λατ. servio «υπηρετώ»). Το έπιπλο ονομάστηκε έτσι, επειδή εξυπηρετούσε στο σερβίρισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”